- συγγραφία
- συγγρᾰφ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,= συγγραφή, Aret.CA2.11 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγραφία — και ιων. τ. συγγραφίη, ἡ, Α συγγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού συγγραφή κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ՄԱՏԵՆԱԳՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0214 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 12c գ. γραφή, ἁναγραφή, γράμμα, συγγραφή, συγγραφία scriptio, conscriptio, scriptura, scriptum, liber, opus, historia, commentarium βιβλιοθήκη bibliotheca. Գրութիւն մատենից. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)